κώνῳ

κώνῳ
κώ̱νῳ , κῶνος
pine-cone
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωνώ — κωνῶ, άω (Α) [κώνος] 1. περιστρέφω 2. επιχρίω με πίσσα, πισσώνω …   Dictionary of Greek

  • CERA — alter Apum labor, quem ex floribus, sicut ex rore mel, illas conficere, tradit Aristoteles Histor. l. 5. c. 22. Vide quoque Senecam, Ep. 85. Corn. Celsum apud Philargyrum, Alios. Eam colligendi modum hunc refert Plin. Histor. l. 21. c. 14. Cera… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • POCULUM — I. POCULUM primo vola fuit, quod Diogenes non erubuit didicisse, a quodam, quem cavâ manu exceptam auqam oriadmovere vidit, abiectô hinc vasculo suô potoriô, tamquam supellectile non necessariâ, eius simplicitatem in posterum imitaturus. Verum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακώνητος — ἀκώνητος, ον (Α) αυτός που δεν είναι αλειμμένος με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωνῶ ( άω) «καλύπτω με πίσσα»] …   Dictionary of Greek

  • κωνητικός — κωνητικός, ή, όν (Α) [κωνώ] αυτός που αναφέρεται στην επίχριση με πίσσα …   Dictionary of Greek

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • περικωνώ — έω, Α αλείφω κάτι ολόγυρα με πίσσα 2. φρ. «περικωνῶ τὰ ἐμβάδια» στιλβώνω, γυαλίζω τα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κωνῶ «επιχρίω με πίσσα»] …   Dictionary of Greek

  • πισσοκωνίας — ὁ, Α φρ. «πισσοκωνίας Ἄρης» ο θάνατος με επάλειψη πίσσας και κάψιμο στην πυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κωνῶ «επιχρίω με πίσσα» + κατάλ. ίας] …   Dictionary of Greek

  • πισσοκωνώ — άω, Α έχω αλειφθεί με πίσσα, είμαι πισσοκώνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κωνῶ «επιχρίω με πίσσα»] …   Dictionary of Greek

  • πισσοκώνητος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. ο αλειμμένος με πίσσα 2. φρ. α) «πῡρ πισσοκώνητον» φωτιά με πισσωμένα ξύλα για τελειότερη καύση β) «πισσοκώνητος μόρος» (κατά τον Ησύχ.) ο θάνατος κάποιου που τόν άλειψαν με πίσσα και τόν έκαψαν στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”